- σανσεβερινία
- η, Νβοτ. βλ. σανσεβιέρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σανσεβιέρα — ή σανσεβιέρια ή σανσεβερινία, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγαυίδες τής τάξης λιλιώδη, με 60 περίπου είδη που απαντούν στην Ασία και στην Αφρική, μερικά από τα οποία περιέχουν στα φύλλα τους ανθεκτικές… … Dictionary of Greek